πνευματοῦται

πνευματοῦται
πνευματόω
turn into vapour
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πνευματώ — όω, Α [πνεύμα, ατος] 1. μεταβάλλω κάτι σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω 2. προκαλώ φούσκωμα 3. φουσκώνω 4. έχω άσθμα 5. (για ανέμους) αναταράσσω, ανακατώνω, προκαλώ ταραχή 6. παθ. α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ σπέρμα τῆς γονῆς διαλύεται καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”